σκαλιστικός

σκαλιστικός
-ή, -ό, Ν [σκαλίζω]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκάλισμα ή στον σκαλιστή («σκαλιστικά εργαλεία»)
2. χρήσιμος για το σκάλισμα («σκαλιστική μηχανή»)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκαλιστικά
η χρηματική αμοιβή τού εργάτη που έκανε το σκάλισμα και, γενικά, τα έξοδα για το σκάλισμα
4. φρ. α) «σκαλιστικά πτηνά»
ζωολ. τα ορνιθόμορφα
β) «σκαλιστικές καλλιέργειες»
(γεωπ.) οι καλλιέργειες φυτών που απαιτούν πολλά σκαλίσματα, όπως είναι η πατάτα, το καρότο, τα τεύτλα κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκαλιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο σκάλισμα: Του χρειάζονται φέτος καινούρια σκαλιστικά εργαλεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”